- ἐπικλύσεων
- ἐπικλύσεω̆ν , ἐπίκλυσιςoverflowfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… … Dictionary of Greek
ηώκαινο — Η δεύτερη υποπερίοδος του καινοζωικού αιώνα ή τριτογενούς, η έναρξη της οποίας υπολογίζεται πριν από περίπου 70 εκατομμύρια χρόνια. Διήρκεσε πιθανότατα 30 εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων αποτέθηκαν ιζήματα συνολικού πάχους πάνω… … Dictionary of Greek
κροκαλοπαγές — Ιζηματογενές πέτρωμα, στον σχηματισμό του οποίου συμμετέχουν χονδρόκοκκα αποστρογγυλωμένα θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων, βυθισμένα σε ένα υλικό πιο λεπτόκοκκο. Αν τα θραύσματα αυτά είναι γωνιώδη, με ζωηρές ακμές, τότε το πέτρωμα αυτό… … Dictionary of Greek
Σαχάρα — Αφρικανική έρημος που καταλαμβάνει μια εξαιρετικά εκτεταμένη περιοχή του βόρειου τμήματος της ηπείρου (8 περίπου εκατομμύρια τ. χλμ.) και που ορίζεται από την ακτή της Σύρτης, τα τυνησιακά sciott, τις κλιτύς του Άτλαντα, το εσωτερικό δέλτα του… … Dictionary of Greek